- πλουραλισμός
- ο, Ν1. όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον χώρο τής φιλοσοφίας και επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλους χώρους, με βασικό πεδίο την κοινωνιολογική σκέψη και τον πολιτικό στοχασμό, ο οποίος δέχεται την ερμηνεία ή κατανόηση τού κόσμου όχι με την αυθαίρετη υπαγωγή του σε μία μόνη ή έστω και σε δύο αρχές ή με τη θέσπιση οποιασδήποτε αυθεντίας ή εξουσίας που θα κατέλυε την αυτοτελή ύπαρξη τών στοιχείων του και τη δυνατότητά τους να συνυπάρχουν και να συμμετέχουν στη διαμόρφωση τού πνευματικού ή κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά με βάση την πολυμορφία του, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε επίπεδο τού πολιτισμού και τής ανθρώπινης δραστηριότητας, θρησκευτικής, φιλοσοφικής, αισθητικής, επιστημονικής, πολιτικοκοινωνικής2. (φιλοσ.) φιλοσοφική αντίληψη η οποία, σε αντίθεση προς τον δυαδισμό και τον μονισμό, ανάγει την πραγματικότητα σε πλήθος ανεξάρτητων οντοτήτων, οι οποίες δεν προέρχονται η μία από την άλλη ή από κάποια μοναδική αρχή, και δέχεται την ενότητα που κρύβεται πίσω από την πολλαπλότητα3. (κοινων.) θεωρία που δέχεται πως ανόμοιες και κατ' αρχήν απεριόριστες αριθμητικά ομάδες οι οποίες ζουν στα πλαίσια τής ίδιας κοινωνίας πρέπει να απολαύουν αυτονομίας, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται ως αυτοσκοπός, αλλά ως προϋπόθεση, βάσει τής οποίας οι ομάδες αυτές, πολιτικές, οικονομικές, συνδικαλιστικές, επαγγελματικές, όπως και οι εθνικές μειονότητες, θα μπορούν να συμβιώνουν ειρηνικά, να αναπτύσσονται ελεύθερα, να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία τής διαμόρφωσης τής πολιτικής βούλησης, να πλουτίζουν την κοινωνία με τη γόνιμη ανταλλαγή τών πολιτιστικών εμπειριών τους, να συμπράττουν τελικά στην υλοποίηση τού ιδεώδους τής κοινής ευτυχίας3. (πολ.) θεωρία τού κράτους που αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο τής αστικής έννοιας τής δημοκρατίας και βλέπει την ύπαρξη διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων όχι ως έκφραση διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων, αλλά ως παραχώρηση τού αστικού κράτους και ως εκπεφρασμένη μορφή τού πολυκομματισμού στο επίπεδο τής δημοκρατικής πολιτειακής οργάνωσης4. αποδοχή ή ανάπτυξη πολλών απόψεων στη διακίνηση τών ιδεών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pluralismus / γαλλ. pluralisme < λατ. pluralis (< λατ. plus, pluris «περισσότερος») + κατάλ. ismus (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.